- πολυγόητος
- πολῠ-γόητος, [dialect] Ep. [pref] πουλυ-, ον,A much lamented, BMus.Inscr.829b7 ([place name] Cnidos).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυγόητος — και επικ. τ. πουλυγόητος, ον, Α πολυθρήνητος, πολύκλαυστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γόητος (< γοῶ), πρβλ. αμφι γόητος] … Dictionary of Greek
πουλυγόητος — ον, Α βλ. πολυγόητος … Dictionary of Greek